παιγνήμων

παιγνήμων
παιγνήμων, -ον (ΑΜ)
βλ. παιγνιήμων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιγνήμων — jocular masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιγνήμονα — παιγνήμων jocular neut nom/voc/acc pl παιγνήμων jocular masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιγνημονέστατος — παιγνήμων jocular masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιγνημόνως — παιγνήμων jocular adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιγνήμονες — παιγνήμων jocular masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιγνιήμων — και παιγνήμων, ον (ΑΜ) αυτός που αρέσκεται στους αστεϊσμούς, φιλοπαίγμων*. επίρρ... παιγνιημόνως ή παιγνημόνως (Μ) με παιγνιώδη τρόπο, με αστεϊσμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιγνία + επίθημα μων, κατά τα επίθ. σε (η)μων που έχουν παραχθεί από ρήματα (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”